- σχολαρίων
- σχολάριοςone of the Imperial guardsmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεράριθμος — η, ο / ὑπεράριθμος, ον, ΝΜ (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι πέρα από τον συνήθη ή τον απαραίτητο αριθμό, αυτός που πλεονάζει, παραπανήσιος (α. «υπεράριθμοι υπάλληλοι» β. «ὑπεράριθμοι σχολαρίων» Πρόκλ.) μσν. (για την Αγία Τριάδα) αυτός που… … Dictionary of Greek
Αμιτζανταράφται/-ες — Πολιτικό κόμμα στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, αντίπαλο του κόμματος των Σχολαρίων. Έδρασε ιδιαίτερα στο διάστημα της βασιλείας της Ειρήνης της Παλαιολογίνας (1340 41), την οποία υποστήριξε για την κατάληψη της εξουσίας μετά τον θάνατο του… … Dictionary of Greek